- ανεξευμένιστος
- -η, -ο (Μ ἀνεξευμένιστος, -ον)αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξευμενιστεί, ο αδυσώπητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεξευμένιστος — η, ο αυτός που δεν εξευμενίστηκε, ανεξιλέωτος: Ο θεός Απόλλωνας ήταν ακόμη ανεξευμένιστος, γι’ αυτό τους έριχνε συμφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)